δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… … Dictionary of Greek
Αντιλίβανος — Οροσειρά (υψόμ. 2.629 μ.) της Συρίας που εκτείνεται σχεδόν παράλληλα προς τον Λίβανο από ΒΑ προς ΝΔ και χωρίζεται από αυτόν με την πεδιάδα της Μπεκάα. Στη δυτική του πλευρά ο Α. είναι απόκρημνος, ενώ στην ανατολική και νοτιοανατολική χαμηλώνει… … Dictionary of Greek
Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… … Dictionary of Greek
Έμεσα ή Έμισα — Αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας στην πεδιάδα του Ορόντη, το σημερινό Χομς. Χτισμένη κοντά στη χεττιτική πόλη Κάντες, υπήρξε έδρα ενός αραβικού πριγκιπάτου. Στη διάρκεια του ιουδαϊκού πολέμου ένας από τους βασιλείς της συμμάχησε με τους Ρωμαίους και … Dictionary of Greek
Παλμύρα — Αρχαία πόλη στην ομώνυμη όαση της συριακής ερήμου. Το εμπόριο των καραβανιών δημιούργησε τον πλούτο της πόλης, η οποία τον 3o αι. μ.Χ. έπαιξε σημαντικότατο ρόλο εξαιτίας της πρόθεσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να καταλάβουν το έδαφος των Πάρθων για … Dictionary of Greek
Χαλέτ - εμπν - ελ Ουαλίντ — Άραβας πολεμιστής και μετά στρατηγός που αποκαλείται μάχαιρα του Θεού. Ανήκε στην οικογένεια των Κορέις και γεννήθηκε το 582. Αρχικά αντιτάχθηκε στη νέα θρησκεία του Μωάμεθ, τον οποίο νίκησε σε μια μάχη στο Οχόδ. Αργότερα μετανάστευσε (628) από… … Dictionary of Greek